- μαλακοθριξ
- μαλακόθριξμᾰλᾰκό-θριξ-τρῐχος adj. имеющий мягкие волосы, мягковолосый
(Σκύθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Σκύθαι Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μαλακόθριξ — μαλακόθριξ, τριχος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει απαλό τρίχωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + θρίξ, τριχός (πρβλ. λευκό θριξ)] … Dictionary of Greek
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek